- θεσμοθέσιον
- θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθετώ]βλ. θεσμοθετείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεσμοθέσιον — hall in which the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИТЕСИС — • Σίτησις, угощение за государственный счет, которого удостаивались в казенных помещениях многие, если не все находящиеся в должности чиновники и приставленные к ним помощники (см. Βουλή, Буле, и Άείσιτοι, Аэйситы). В Пританее… … Реальный словарь классических древностей
θεσμοθετείον — θεσμοθετεῑον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) [θεσμοθέτης] αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες … Dictionary of Greek
χαλκοθέσιον — τὸ, Α πιθ. αίθουσα όπου βρισκόταν ο λέβητας λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ἐλαιο θέσιον, θεσμοθέσιον] … Dictionary of Greek